Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Όνειρο ίσως..


Ήταν ένα ακόμη μουντό χειμερινό πρωινό και ο κινηματογραφιστής του βουνού βγήκε για την καθιερωμένη πρωινή του βόλτα. Περπατώντας δίπλα στον κήπο ήρθε ένα περιστέρι δίπλα του και του συστήθηκε ως ο Μήτσος το μεταλλαγμένο περιστέρι της πρωτεύουσας.
-Έχω ένα γράμμα για εσένα από τον φίλο σου το σοπράνο υψομέτρου.
-Κι εσύ που τον ξέρεις?
-Πολλά ρωτάς, μπορεί να είμαι ένα ταπεινό περιστέρι αλλά έχω στείλει γράμματα στις πιο ψηλές βουνοκορφές της γης, το σοπράνο υψομέτρου δε γνωρίζω?.. είπε το περιστέρι και εξαφανίστηκε ρίχνοντας του μια κουτσουλιά στην κεφαλή.
Το γράμμα έλεγε "αγαπητέ κινηματογραφιστή του βουνού πως θα σου φαινόταν να ξεγελάσουμε το νύστα σήμερα το βράδυ και να διακτινιστούμε σε ένα μυστικό παραμυθένιο τόπο όπου όλα είναι ήσυχα άσπρα, μαγικά και δε κοιμάται κανείς ποτέ?" Ευθύς αμέσως διαβάζοντας το γράμμα προβληματίστηκε και το προώθησε σε ένα καλό του φίλο απ' τα παλιά, το χαμένο καπετάνιο που δεν είχε ποτέ πρόβλημα. Εκείνος με τη σειρά του ήταν απόλυτος.
- Μα φυσικά και θα πάμε!
Έτσι κι έγινε λοιπόν, το βράδυ βρήκε και τους τρεις να αιωρούνται πάνω από το δρόμο με προορισμό αυτό το μυστικό και μαγικό τόπο. Η πυκνή ομίχλη κάλυπτε τα πάντα και μαζί με τη δυνατή βροχή δυσκόλευε το σοπράνο που αν και συνηθισμένος στα ψηλά υψόμετρα, δε μπορούσε να δει το δρόμο. Ο δε κινηματογραφιστής του βουνού είχε αρχίσει να τσινάει και με αλχημείες προσπαθούσε να υπολογίσει τον καιρό που θα επικρατήσει το υπόλοιπο βράδυ. Ο χαμένος καπετάνιος καθόταν αμίλητος στο πίσω κάθισμα του ιπτάμενου οχήματος χωρίς να έχει κανένα απολύτως πρόβλημα όπως πάντα!

Φτάνοντας δε μπορούσαν να δούνε τίποτε, ομίχλη παντού και χιονοθύελλα. Ο σοπράνο υψομέτρου κοίταξε τους άλλους δύο με βλέμμα ύποπτο και πονηρό και έβγαλε μέσα απ το μαγικό κουτί του ένα ορειχάλκινο πράγμα σα ντουντούκα που έβγαζε όμως ένα φανταστικό ήχο και άρχισε με πάθος να παίζει μουσική! Ο ήχος αντιλαλούσε παντού και όλα ξαφνικά έγιναν αρμονικά και φιλικά, τα δέντρα μούγκριζαν με το ρυθμό, ο αέρας σφύριζε ρυθμικά και το χιόνι χόρευε πάνω στις νότες της ντουντούκας. Όλα άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω μας και εμείς ξαφνικά διακτινιστήκαμε στην καρδιά του βουνού όπου ο αέρας κόπασε, το χιόνι σταμάτησε να πέφτει και ησυχία, παντού ησυχία.. Το χιόνι ήταν βαθύ, τόσο βαθύ που δε μπορούσες να περπατήσεις αλλά ο σοφός σοπράνο υψομέτρου το είχε προβλέψει αυτό και μας έδωσε δυο μακριά ξύλα να βάλουμε στα πόδια μας που μας επέτρεπαν με ευκολία να περπατήσουμε στα χιόνια και να τσουλίσουμε στην κατηφόρα. Έκτοτε οι τρεις τους μπήκαν για τα καλά στο μαγικό τόπο που έλεγε το γράμμα που είχε φέρει ο Μήτσος το μεταλλαγμένο περιστέρι. Όλη νύχτα ανεβοκατέβαιναν σα παιδάκια μες το δάσος με τα ξύλινα σκι τους και ζούσαν ένα όνειρο μέχρις ότου..Μπι μπι μπι μπιιιιπ!! Το ξυπνητήρι χτύπησε και όλα άρχισαν πάλι να στριφογυρίζουν σε μια δίνη ώσπου όλοι τους εξαφανίστηκαν. Το μόνο που πρόδιδε το πέρασμα τους από τις πλαγιές του βουνού ήταν τα βαθιά ίχνη στο χιόνι που άφησαν πίσω τους.

Την επομένη μέρα ο κινηματογραφιστής του βουνού ξύπνησε σπίτι του και δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, ήταν πραγματικά όλα αυτά ή μήπως ένα υπέροχο όνειρο? Προβληματισμένος πήρε το ποδήλατο του και άρχισε να κόβει βόλτες στην πόλη ψάχνοντας το Μήτσο το μεταλλαγμένο περιστέρι της πρωτεύουσας για να του δώσει τις απαντήσεις που ήθελε. Ρωτούσε τα παπαγαλάκια στο κήπο, τα μπλε άχαρα στρουμφάκια στο δρόμο, τα χεσμένα απ' τα περιστέρια αγάλματα αλλά τζίφος τίποτε. Ώσπου ξαφνικά τον είδε μπροστά του να παίζει κρυφτό με τους τσολιάδες και άρχισε να τον κυνηγάει. Εκείνος τον πήρε χαμπάρι γρήγορα και άρχισε να πετάει μακριά.
-Περίμενε με, μη φεύγεις θέλω απλά να σε ρωτήσω αν όλα ήταν αληθινά.
-Χαχα ποτέ δε θα μάθεις, ποτέ δε θα με πιάσεις!
Πετούσε τόσο γρήγορα που ο κινηματογραφιστής του βουνού έβαλε τα δυνατά του αλλά δε μπορούσε με τίποτε να τον φτάσει.. Μέχρι που έφτασε στην κορυφή ενός λόφου και να σου ο Μήτσος το μεταλλαγμένο περιστέρι της πρωτεύουσας, τον περίμενε εκεί και γελούσε.
-Μα καλά γιατί γελάς?
-Γελάω που νόμιζες οτι θα μπορέσεις να φτάσεις τον πιο γρήγορο αγγελιοφόρο του κόσμου. Κανείς δε βρίσκει εμένα, εγώ πάω σε όποιον θέλω όποτε θέλω, είπε και κούνησε επιδεικτικά την ουρά του. 
Τότε του έδωσε ένα ακόμη γράμμα και του ψιθύρισε στο αυτί
-Ποτέ ξανά βουνίσιε φίλε μου δε θα αμφισβητήσεις γράμμα μου, σου δίνω άλλη μια ευκαιρία.. είπε με το μάγκικο υφάκι του και εξαφανίστηκε σα σίφουνας προς το βορρά.. Το γράμμα ήταν ανώνυμο και έγραφε λίγα πράγματα "σήμερα το βράδυ P.P.P".

Μη μπορώντας να καταλάβει τι σημαίνουν όλα αυτά πήγε γρήγορα πίσω στο σπίτι μιας και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Πέφτει στο κρεβάτι του, αρπάζει αγκαλιά όπως κάθε βράδυ το μαξιλάρι του και ξαφνικά σα να πάτησε κουμπί μπαίνει πάλι σε αυτή τη δίνη και όλα άρχισαν να γυρίζουν με μανία. Μες το χαμό ο κινηματογραφιστής του βουνού είδε να αιωρείται μαζί του, ο φίλος και σχοινοσύντροφος του, ο ατρόμητος Κλάδιος και λίγο πιο πίσω το χίπη με την κιθάρα του. Χτυπιόσαντε έντονα για πολύ ώρα ώσπου προσγειώθηκαν στις παρυφές ενός ελατοδάσους με τεράστια σακίδια, σχοινιά και κιθάρες! Το τοπίο ήταν μυστήριο με πυκνή ομίχλη, κρύο, αέρας και σκοτάδι.
-Ατρόμητε Κλάδιε πως βρέθηκες εδώ?
-Δε ξέρω καλέ μου φίλε, σπίτι ήμουν και διαβάζα μέχρι που με ρούφηξε το κρεβάτι και άρχισα να πετάω.
-Κοιτάξτε κοιτάξτε, έχει κάτι μπλε σημάδια εδώ, να τα ακολουθήσουμε… λέει ο χίπις με την κιθάρα που ήδη είχε αρχίσει να την γρατζουνάει. 
Έτσι κι έγινε λοιπόν, ακολούθησαν τα βαμμένα με μπλέ μπογιά σημάδια κάτω στο βράχο μέχρι που έφτασαν στην κορφή ενός βουνού όπου ένα σημάδι έδειχνε το γκρεμό και δίπλα χαραγμένα στο βράχο τα ίδια γράμματα που ήταν και στο γράμμα, "P.P.P". Οι τρεις φίλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια με νόημα και μη έχοντας να χάσουν τίποτε άνοιξαν τα σακίδια και έβγαλαν από μέσα ότι βρήκαν, σχοινιά, τροχαλίες, καρφιά, τρυπάνια, βύσματα, κρίκους, μπουφάν, υπνόσακους, κιθάρες και 2 περίεργα μακριά σακιά. Δέθηκαν και άρχισαν να κάνουν καταρρίχηση στον ατελείωτο γκρεμό μες την παγωνιά και υγρασία με όλα τους τα πράγματα. Ξαφνικά τα σχοινιά τελείωσαν και οι τρεις φίλοι μη έχοντας άλλη λύση χρησιμοποίησαν τον εξοπλισμό που βρήκαν για να αγκιστρωθούν στο βράχο με ασφάλεια. Το τρυπάνι δεν ανταποκρίθηκε όπως έπρεπε και σταμάτησε να δουλεύει, τότε ο κινηματογραφιστής του βουνού έπιασε το καλέμι και το σφυρί αλλά σύντομα ξέμεινε από δύναμη. Μη έχοντας άλλη λύση έβαλε ένα βύσμα στη μικρή τρύπα που είχε ανοίξει και έκανε το σταυρό του να κρατήσει. Τότε ο ατρόμητος Κλάδιος άνοιξε ένα απ' τα περίεργα σακιά και έβγαλε ένα σωληνωτό πράγμα που έγραφε Portaledge.. Κρεμασμένοι στα σχοινιά προσπάθησαν να το συναρμολογήσουν και σύντομα κατάλαβαν πως αυτό είναι ένα εναέριο κρεβάτι! Άνοιξαν και συναρμολόγησαν και το δεύτερο Portaledge, σκεπάσθηκαν με τους υπνόσακους και ο χίπις με την κιθάρα του άρχισε να παίζει μουσική. Τον ακολούθησε ο ατρόμητος Κλάδιος με τη δική του κιθάρα και ο κινηματογραφιστής του βουνού άρχισε να τους τραβάει βίντεο και φωτογραφίες! Για μια ακόμη φορά η μουσική τους, μάγεψε το βουνό και αυτό με τη σειρά του έδιωξε την ομίχλη και τους χάρισε μια υπέροχη θέα της πόλης που βρισκόταν στο βάθος κάτω απ τα πόδια τους. Τότε ο χίπις με την κιθάρα του τραγούδησε το σουξέ του:

 "Καπετάνιος θα γίνω σε πλοίο διαστημικό
ήλιους αστέρια να ψαρεύω απ' το κενό 
έτη φωτός θα ταξιδέψω σα τον τρελό
με γαλαξίες καινούργιους να συγκρουστώ
με άγνωστο προορισμό"

Πριν τελειώσει καλά καλά το κομμάτι ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και εμφανίστηκε απ' το πουθενά ένα πλοίο διαστημικό με τον χαμένο καπετάνιο που δεν έχει ποτέ πρόβλημα, να το οδηγεί. Μαζί του είχε μπόλικα φαγητά, ευχάριστη διάθεση και τότε ήταν που το party είχε αρχίσει για τα καλά!
-Ένα πράγμα δε μπορώ να καταλάβω. Το P.P.P. που έγραφε το γράμμα τι να σημαίνει άραγε? αναρωτήθηκε ο κινηματογραφιστής του βουνού.
-Μα καλά είναι προφανές, Portaledge Party Project, είπε ο ατρόμητος και σοφότερος Κλάδιος και συνέχισε να παίζει με μανία την κιθάρα του.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα μέχρι που ένας ένας άρχισε να παίρνει αγκαλιά το μαγικό μαξιλάρι του και να κάνει παρέα στο νύστα που ώρα τώρα περίμενε να μας βάλει για ύπνο. Ο δε χαμένος καπετάνιος που δεν έχει ποτέ πρόβλημα έφυγε και πήγε να βρει το διαστημικό του πλοίο αλλά χάθηκε απ' την πυκνή ομίχλη που είχε καλύψει τα πάντα. Για μια ακόμη φορά δεν είχε κανένα πρόβλημα και σύντομα βρήκε το δρόμο του.

Το ερχόμενο πρωί ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του και το μάτι δε χόρταινε τη θέα, στο βάθος η θάλασσα και όλη η μεγαλούπολη ξεχυνόταν στα πόδια τους. Κοιτάχτηκαν για μια ακόμη φορά και συμφώνησαν πως αν και κρεμασμένοι σε δύο μικροσκοπικά κρεβάτια στο απόλυτο κενό αισθάνονται πολύ πιο ελεύθεροι απ' τους κατοίκους τις τσιμεντούπολης που είχαν μπροστά τους.
-Εκεί όλοι τους είναι σα στρατιωτάκια, σπίτι - δουλειά - δουλειά - σπίτι αφού δεν έχουμε δουλειά τι κάνουμε εκεί πέρα? Εδώ θα μείνουμε, είπε ο χίπις με την κιθάρα του.
-Δίκιο έχεις, αποκρίθηκαν και οι άλλοι δύο και άρχισαν να παίζουν με τα σχοινιά και να σκαρφαλώνουν τα απόκρημνα βράχια σα μικρά παιδιά ακούγοντας το φίλο τους να παίζει μουσική. Αυτό θα είναι από εδώ και πέρα το σπίτι τους, είχαν ότι πραγματικά χρειάζονται!

Το ξυπνητήρι χτύπησε δυνατά για μια ακόμη φορά και επανέφερε τον κινηματογραφιστή του βουνού από το μαγικό κόσμο του χασμουρητού στη χαμένη πραγματικότητα της τσιμεντούπολης. Το κορμί του πονούσε ολόκληρο, τα χέρια του πληγωμένα και ο νύστας δεν έλεγε να φύγει λες και είχε να κοιμηθεί δυό μέρες.. Μη μπορώντας για μια ακόμη φορά να καταλάβει αν όλα αυτά ήταν αληθινά έτρεξε να δει τι είχε τραβήξει η φωτογραφική του μηχανή και ανακάλυψε τα παρακάτω.. 

Γρήγορα γρήγορα έτρεξε έξω και άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένος το Μήτσο το μεταλλαγμένο περιστέρι της πρωτεύουσας να φέρει το επόμενο γράμμα..